- ἱκνοῦμαι
- ἱκνέομαιcomepres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ικνούμαι — ἱκνοῡμαι, έομαι (Α) 1. έρχομαι, φθάνω σε κάτι 2. έρχομαι στο σπίτι κάποιου 3. (για ψυχικές καταστάσεις) καταλαμβάνω, κυριεύω 4. έρχομαι σε κάποιον ως ικέτης, ικετεύω 5. απρόσ. ἱκνεῑται αρμόζει, πρέπει 6. (η μτχ. ουδ. ενεστ. ως επίθ.) ἱκνούμενον… … Dictionary of Greek
ίκω — ἵκω (Α) έρχομαι, φθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Στη λεξιλογική ομάδα τού ἵκω ορισμένοι τ. εμφανίζουν βραχύ ἵ (πρβλ. ικάνω, ικνούμαι), ενώ άλλοι τ. μακρό ῑ (πρβλ. ίκω, ίγμαι). Είναι δυνατόν, λοιπόν, η οικογένεια τού ρ. ἵκω να ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα… … Dictionary of Greek
εξικνούμαι — (AM ἐξικνοῡμαι, έομαι) φτάνω (α. «ώς εκεί εξικνείται το θράσος του» β. «Φθίην ἐξικόμην ἐριβώλακα») αρχ. μσν. 1. φθάνω κάπου, διανύω μιαν απόσταση («πρὶν τόξευμα ἐξικνεῑσθαι») 2. επαρκώ («ἐφ ἅ δὲ αὐτὸς οὐκ ἐξικνεῑτο») αρχ. έρχομαι ως ικέτης.… … Dictionary of Greek
ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας … Dictionary of Greek
ίκτωρ — ἵκτωρ, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. ο ικέτης 2. ως επίθ. φρ. «μαστὸν ἵκτορα» με τον μαστό που επιδεικνύεται σε κίνηση ικεσίας (Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. κοσμή τωρ, πράκ τωρ)] … Dictionary of Greek
αφικνούμαι — (AM ἀφικνοῡμαι, έομαι) [ικνούμαι] 1. φθάνω 2. έρχομαι, φθάνω κάπου ή σε κάποιον·|| αρχ. 1. (για πράγματα ή καταστάσεις) απολήγω, καταλήγω, καταντώ 2. (μτφ. για σχέσεις με άλλους) έρχομαι ή φθάνω σε μια ορισμένη σχέση 3. φρ. «ἀφικνοῡμαι ἐπί...» ή… … Dictionary of Greek
διικνούμαι — διικνοῡμαι ( έομαι) (Α) [ικνούμαι] 1. περνώ ανάμεσα, διεισδύω 2. διηγούμαι, εκθέτω 3. (για χρόνο) παρεμβάλλομαι 4. (για ψυχικά πάθη) υπομένω μέχρι τέλους 5. φθάνω ώς ένα σημείο 6. πετυχαίνω με βλήματα έναν στόχο … Dictionary of Greek
ευέφικτος — εὐέφικτος, ον (Α) ο ευκολοκατόρθωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εφ ικτός (< εφ ικνούμαι «τείνω, σκοπεύω»)] … Dictionary of Greek
εφικνούμαι — ἐφικνοῡμαι και ιων. τ. ἐπικνοῡμαι, έομαι (Α) 1. (για δύο αντίπαλους μαχητές) φθάνω κοντά σε κάποιον, πλησιάζω 2. φθάνω 3. εκτείνομαι, απλώνομαι, φθάνω σε κάτι 4. επαρκώ, φθάνω 5. επεκτείνομαι 6. πλησιάζω, προσεγγίζω 7. γίνομαι κάτοχος ενός… … Dictionary of Greek
ικέτης — ο, θηλ. ικέτιδα και ικέτις (ΑΜ ἱκέτης, θηλ. ἱκέτις, ιδος) αυτός που κατάφεύγει σε κάποιον και ζητά βοήθεια και προστασία νεοελλ. αυτός που παρακαλεί θερμά κάποιον, αυτός που εκλιπαρεί αρχ. αυτός που παρακαλεί να εξαγνιστεί από κάποιο φόνο τον… … Dictionary of Greek